- ὁμόνοια
- единодушие, согласие
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ὁμονοία — ὁμονοίᾱ , ὁμόνοια oneness of mind fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμονοίᾳ — ὁμονοίᾱͅ , ὁμόνοια oneness of mind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόνοια — oneness of mind fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόνοια — I Μυθολογική θεότητα, κόρη του Δία και της θέμιδας ή της Πραξιδίκης, και αδελφή της Αρετής. Ήταν η προσωποποίηση της ομόνοιας των πολιτών. Στην Ολυμπία υπήρχε βωμός της από όπου οι γαμπροί έπαιρναν τις νύφες και τις οδηγούσαν στο σπίτι τους.… … Dictionary of Greek
ομόνοια — η σύμπτωση απόψεων, συμφωνία, συμβίωση, αμοιβαιότητα αισθημάτων και απόψεων: Η ομόνοια σπίτια χτίζει κι η διχόνοια τα γκρεμίζει (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμονοίας — ὁμονοίᾱς , ὁμόνοια oneness of mind fem acc pl ὁμονοίᾱς , ὁμόνοια oneness of mind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμονοίαι — ὁμονοίᾱͅ , ὁμόνοια oneness of mind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμονοίαις — ὁμόνοια oneness of mind fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμονοίης — ὁμόνοια oneness of mind fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόνοιαι — ὁμόνοια oneness of mind fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόνοιαν — ὁμόνοια oneness of mind fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)